μόσχευμα

μόσχευμα
Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ. συγκαταλέγεται στις πιο απλές και πραγματοποιείται, συνήθως, με κατάλληλα διατεταγμένα μ. βλαστών, με ή χωρίς φύλλα, αλλά πάντα με οφθαλμούς, τα οποία, αφού κοπούν από το μητρικό φυτό, φυτεύονται στο έδαφος για να ριζώσουν. Στα κονδυλώδη φυτά ο κόνδυλος χωρίζεται σε τμήματα, κάθε ένα από τα οποία περιλαμβάνει έναν οφθαλμό. Τα νέα φυτά που προέρχονται από μ. διατηρούν με ακρίβεια όλα τα χαρακτηριστικά της ποικιλίας του μητρικού φυτού, ενώ είναι προτιμότερο τόσο η επιλογή όσο και η κοπή των μ. να γίνονται από καλά διαμορφωμένα φυτά, που βρίσκονται στην περίοδο της ανάπτυξής τους. Πρέπει, επιπλέον, να εξασφαλίζονται συγκεκριμένες συνθήκες υγρασίας, αερισμού του εδάφους και θερμοκρασίας (μεταξύ 20 και 300 C). Τα μ. μπορούν να διακριθούν σε ποώδη και ξυλώδη. Τα πρώτα, που χρησιμοποιούνται στην ανθοκομία ειδικά για τον πολλαπλασιασμό πελαργονιών και γερανιών, αποτελούνται από ένα κομμάτι ποώδους βλαστού μήκους 15-20 εκ., από τον οποίο αφαιρούνται τα περισσότερα φύλλα, για να μειωθεί η διαπνοή, και το οποίο φυτεύεται σε ξεκούραστο και ελαφρό χώμα.Τα ξυλώδη μ., αντίθετα, χρησιμοποιούνται πιο συχνά στην καρποφόρα δενδροκομία και για ορισμένα ξυλώδη δασικά είδη, όπως λεύκες, ιτιές κλπ. Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για ένα τμήμα νεαρού βλαστού, κυρίως βλαστού ενός έτους, που κόβεται και φυτεύεται στο φυτώριο. Ο πολλαπλασιασμός, μέσω μ., δεν επιτυγχάνεται εύκολα σε όλες τις κατηγορίες φυτών, αφού ενδείκνυται στις περιπτώσεις της ελιάς, της κυδωνιάς, της ροδιάς, του ριβήσιου (φραγκοστάφυλο), του φίκου κ.ά., ενώ δεν είναι η κατάλληλη για την αγενή αναπαραγωγή φυτών, όπως η μηλιά, η αχλαδιά, ο λωτός, η μουσμουλιά, η καρυδιά κ.ά. Η ίδια ονομασία χρησιμοποιείται για έναν ιστό ή όργανο που μεταμοσχεύεται από έναν δότη σε έναν δέκτη. Βλ. λ. μεταμόσχευση. Μοσχεύματα γαριφαλιάς: δεξιά, έτοιμο για φύτεμα? αριστερά, με ρίζες, λίγο μετά το φύτεμα.
* * *
το (Α μόσχευμα) [μοσχεύω (Ι)]
ο βλαστός που αποκόπτεται από το μητρικό φυτό και τοποθετείται σε κατάλληλο περιβάλλον, όπου σχηματίζει ρίζες και αναπτύσσεται σε πλήρες φυτό
νεοελλ.
1. (ιατρ.-γεωπ.) τμήμα ιστού ή ολόκληρο όργανο ενός οργανισμού ζώου ή φυτού, που αφαιρείται από τη φυσική του θέση και μεταφέρεται σε άλλο σημείο τού σώματος τού ίδιου ή άλλου ατόμου, κατά τρόπο που να εξασφαλίζει τη συνέχιση τής ζωής του
2. φρ. α) «μόσχευμα μυελού»
(αιματολ.) ενδοφλέβια ένεση αιμοποιητικού μυελού τών οστών που χρησιμοποιείται κατά το πρώτο χρονικό διάστημα τής αγωγής τών απλαστικών αναιμιών και τών ακτινοβολήσεων
β) «απόρριψη μοσχεύματος»
ιατρ. ανοσολογική αντίδραση τού οργανισμού τού ξενιστή, ο οποίος δεν δέχεται το μόσχευμα
αρχ.
στον πληθ. τὰ μοσχεύματα
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ νεόφυτα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μόσχευμα — sucker taken off and planted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσχευμα — το, ατος 1. τμήμα φυτού που μεταφυτεύεται για την αναπαραγωγή του φυτού. 2. (ιατρ.), τμήμα του οργανισμού που μεταμοσχεύεται στον οργανισμό του ίδιου ή άλλου ατόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοσχευμάτων — μόσχευμα sucker taken off and planted neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσχεύμασι — μόσχευμα sucker taken off and planted neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσχεύμασιν — μόσχευμα sucker taken off and planted neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσχεύματα — μόσχευμα sucker taken off and planted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… …   Dictionary of Greek

  • πλαστική χειρουργική — Κλάδος της χειρουργικής, που ασχολείται με την αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων ανωμαλιών ή βλαβών της μορφής του σώματος. Οι αρχές της π.χ. βρίσκονται στην αρχαιότητα. Επεμβάσεις αυτού του είδους έχει αποδειχτεί ότι… …   Dictionary of Greek

  • δότης — Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για… …   Dictionary of Greek

  • καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”